Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

pigeon breast


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο pigeon παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: breast
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pigeon n (bird)περιστέρι ουσ ουδ
 There are always a lot of pigeons in Trafalgar Square in London.
 Υπάρχουν πάντα πολλά περιστέρια στην Πλατεία Τραφάλγκαρ στο Λονδίνο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pigeon n figurative (foolish person)κορόιδο ουσ ουδ
 Realizing a pigeon had joined his card game, Jake decided to take full advantage of the situation.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
carrier pigeon n (pigeon: carries messages)ταχυδρομικό περιστέρι φρ ως ουσ ουδ
 Carrier pigeons were often used during WW1 to carry messages home from the fronts. The letter took so long to get there we may as well have sent it by carrier pigeon!
 Τα ταχυδρομικά περιστέρια χρησιμοποιούνταν, συχνά, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μεταφέρουν μηνύματα που έστελναν στις οικογένειές τους όσοι πολεμούσαν στο μέτωπο.
dhal,
dal,
dholl
n
(lentil, split pea) (ανάλογα το είδος)φακή ουσ θηλ
  φάβα ουσ θηλ
homing pigeon n (bird that returns home)ταχυδρομικό περιστέρι επίθ + ουσ ουδ
merlin,
pigeon hawk
n
(zoology: bird)νανογέρακας ουσ αρσ
  νανογέρακο ουσ ουδ
passenger pigeon n (extinct bird)μεταναστευτικό περιστέρι επίθ + ουσ ουδ
pigeon pie n (pastry containing pigeon meat)πίτα με κρέας περιστεριού περίφρ
pigeon-toed adj figurative, informal (having toes turned inward)που έχει προσαγωγή των μεταταρσίων περίφρ
pigeonhole,
also UK: pigeon-hole
n
(mail compartment)γραμματοθυρίδα ουσ θηλ
 Fredrik put a copy of the memo in everyone's pigeonhole.
pigeonhole,
also UK: pigeon-hole
n
(coop for pigeons)περιστερώνας ουσ αρσ
 The pigeons sat cooing in their pigeonholes.
pigeonhole [sb/sth],
also UK: pigeon-hole [sb/sth]
vtr
figurative (categorize)κατηγοριοποιώ ρ μ
  κατατάσσω ρ μ
 The baseball coach pigeonholed his pitchers and wouldn't let them play other positions.
pigeonhole [sb/sth] as [sth],
also UK: pigeon-hole [sb/sth] as [sth]
vtr + prep
figurative (categorize as)χαρακτηρίζω κπ/κτ ως κτ ρ μ + πρόθ
  κατατάσσω κπ/κτ σε κατηγορία έκφρ
  περιγράφω κπ/κτ ως κτ ρ μ + πρόθ
 The media pigeonholed the demonstrators as "communists and anarchists."
ringdove,
wood pigeon
n
(Eurasian pigeon) (πτηνό)φάσσα ουσ θηλ
stool pigeon n slang (informant)πληροφοριοδότης ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, αποδοκιμασίας)σπιούνος, χαφιές ουσ αρσ
wood pigeon n (European bird) (πτηνό)φάσσα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pigeon breast στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pigeon breast».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!